ξύλο

ξύλο
Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι ανόργανες ουσίες που απορροφούν οι ρίζες από το έδαφος. Στους βλαστούς και στις ρίζες με πρωτογενή διάπλαση, το ξ. βρίσκεται εσωτερικώς του φλοιώματος και δημιουργεί ένα πλέγμα σωλήνων· αντίθετα, στους βλαστούς και στις ρίζες με δευτερογενή διάπλαση, μεταξύ του ξ. και της βίβλου παρεμβάλλεται ένα στρώμα μεριστικού ιστού, το κάμβιο, που παράγει προς τα έξω ηθμώδη ιστό και προς τα μέσα τη ζώνη, η οποία, στους κορμούς και στους βλαστούς των ξυλωδών φυτών, αποκτά ιδιαίτερη ανάπτυξη και μέσα από αυτή πραγματοποιείται η κίνηση του ακατέργαστου χυμού. Το ξ. αποτελείται από διάφορα στοιχεία: παρέγχυμα με ζωντανά κύτταρα, τετραγωνικό σχήμα και λεπτά τοιχώματα, τα οποία σχηματίζουν τις εντεριώνιες ακτίνες-αγγεία ή τραχείες, με κύτταρα επιμήκη και πλατιά, διατεταγμένα κατά σειρές, με τις μεμβράνες των εσωτερικών απολήξεων διαλυμένες ώστε να σχηματίσουν αντίστοιχους σωληνίσκους· τραχεΐδες, στοιχεία μεταφοράς από ξεχωριστές ίνες, επιμήκεις και στενές. Όλα αυτά τα στοιχεία, των οποίων τα τοιχώματα, με εξαίρεση τα ζωντανά παρεγχυματικά κύτταρα, είναι αποξυλωμένα, εξαιτίας εμποτισμού από μια σκληρή ουσία, την ξυλίνη, σχηματίζουν μια πραγματική σπονδυλική στήλη του φυτού, το σύστημα μεταφοράς των χυμών του και ακόμα το χώρο εναπόθεσης αποθησαυριστικών ουσιών. Κάθε χρόνο, με την παραγωγική δραστηριότητα του καμβίου, ο βλαστός των φυτών αυξάνεται κατά ένα δακτύλιο ξύλου, το πάχος του οποίου ποικίλλει, ανάλογα με το είδος και την κατάσταση του φυτού και ακόμα με την εποχική πορεία. Στα θερμά κλίματα, κατά την περίοδο της μεγάλης θερμοκασίας, η παραγωγή του ξ. είναι βραδεία και διακόπτεται σχεδόν τελείως κατά τον Αύγουστο· σε αυτήν την περίοδο, το ξ. (ξ. του καλοκαιριού) είναι πιο σκληρό από όσο το ξ. της άνοιξης, γιατί ο σχηματισμός των οφθαλμών και των φύλλων απαιτεί μία μεγάλη ποσότητα νερού. Η διαφορά μεταξύ του ξ. του καλοκαιριού και του ξ. της άνοιξης δημιουργεί τους λεγόμενους ετήσιους δακτυλίους, με τους οποίους είναι δυνατός ο προσδιορισμός της ηλικίας των ξυλωδών φυτών αντίθετα στα φυτά που αναπτύσσονται στις τροπικές ζώνες, η διαφορά αυτή είναι σχεδόν ή τελείως ανεπαίσθτη και αντί γι’ αυτή είναι φανερή η εναλλαγή μεταξύ των περιόδων της βροχής και της ξηρασίας. Οι ετήσιοι δακτύλιοι λοιπόν έχουν σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες ανάπτυξης του φυτού, των φύλλων κλπ., και η εξέταση τους χρησιμεύει περισσότερο από κάθετι άλλο στο να ανασυνθέτει κανείς το ιστορικό της ανάπτυξης του κορμού. Πέρα από αυτό έχει παρατηρηθεί ότι οι ετήσιοι δακτύλιοι είναι πιο παχείς στα τμήματα του κορμού τα εκτεθειμένα προς την ανατολή και τη δύση και λιγότερο παχείς στα προς τη μεσημβρία και το βορρά. Αυτό εξηγεί γιατί τα τμήματα των δέντρων δεν είναι κυκλικά και γιατί η πάχυνση είναι πάντοτε πιο μεγάλη στα μέρη που είναι εκτεθειμένα στο μέτριο φως. Στο ξ. των κορμών διακρίνονται δύο ζώνες. Μία κεντρική, πέρα από τη ζώνη της εντεριώνης, που σχηματίζεται από το παλαιότερο ξ., το λεγόμενο καρδιόξυλο, και μία περιφερειακή ζώνη, που σχηματίζεται από το νεότερο ξ., γνωστό ως σομφό, τα αγγεία των δακτυλίων του οποίου μεταφέρουν κυρίως το νερό. Συνήθως το σομφό ξ. έχει απόχρωση πιο ανοιχτή. Υπάρχουν ωστόσο κορμοί στους οποίους το σομφό μοιάζει με το καρδιόξυλο, επειδή λείπουν οι έγχρωμες ουσίες (ταννίνη κλπ.) που έχουν προστατευτική λειτουργία. Στην περίπτωση αυτή το καρδιόξυλο αποσυνθέτεται πιο εύκολα και πιο γρήγορα και ο κορμός, όπως σε πολλές μουριές και ιτιές, γίνεται κοίλος. Αντίθετα, στις βελανιδιές και ιδιαίτερα στις πτελέες, η διαφορά μεταξύ του χρώματος του καρδιόξυλου και του σομφού είναι αρκετά φανερή. Η δομή του ξ. είναι αυτή που προσδιορίζει τις διάφορες ποιότητες της ξυλείας και τις χρήσεις της. Με την κατάταξη αυτή μπορούμε να διακρίνουμε τη σκληρή ξυλεία (λάριξ, τηκ, βελανιδιά, πτελέα κλπ.), τη λίγο σκληρή (καστανιά, μελιός, οξυά, ερυθρελάτη), τη μαλακή (λευκή, φιλύρα, άλνος, βετούλη κλπ.). Επεξεργασία του ξ. Περιλαμβάνει όλες τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές μεθόδους εργασίας, για τη μετατροπή της ακατέργαστης ξυλείας, που παράγεται από τα ψηλόκορμα δέντρα, στις κατάλληλες μορφές και διαστάσεις για τις διάφορες εφαρμογές. Η πραγματική επεξεργασία αρχίζει μετά το κόψιμο και τον τεμαχισμό των κορμών των δέντρων, όταν συγκεντρώνωνται σε αποθηκευτικούς χώρους για ξήρανση. Η επεξεργασία συντελείται σε δύο διαδοχικές φάσεις. Κατά την πρώτη, οι κορμοί μετασχηματίζονται σε κατεργασμένη ξυλεία, δηλαδή σε δοκάρια με ακμές λιγότερο ή περισσότερο έντονες, μαδέρια, σανίδες, πηχάκια, καδρόνια κλπ. Η επεξεργασία αυτή συντελείται γενικά στα πριονιστήρια με τη χρήση ισχυρών μηχανικών πριονιών, όπως τα κινητά αλυσοπρίονα, οι πριονοκορδέλες και τα πολλαπλά. Η ξυλεία που παράγεται από την πρώτη φάση της επεξεργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατευθείαν ως καύσιμη ύλη ή υλικό έργου ή να περάσει στη δεύτερη φάση, για την αποπεράτωση της. Η δεύτερη φάση της επεξεργασίας γίνεται σε εργαστήρια και περιλαμβάνει την κοπή των κομματιών σε ορισμένες διαστάσεις, το σχεδίασμα και τη χάραξη, δηλαδή τον περιορισμό του κομματιού σχεδόν στην οριστική μορφή του, την κοπή για τις συναρμολογήσεις που χρησιμεύουν για την ένωση των στοιχείων κλπ. Η σειρά αυτή των εργασιών μπορεί να εκτελείται με το χέρι ή με μηχανές. Η επεξεργασία με τα χέρια γίνεται με τη βοήθεια ενός μεγάλου αριθμού εργαλείων, μεταξύ των οποίων σπουδαιότερα είναι: ο ξυλουργικός πάγκος, που χρησιμεύει για να στηρίζει και να συγκρατεί ακίνητο το προς επεξεργασία κομμάτι, τα όργανα για το σχεδίασμα, όπως τρίγωνα, διαβήτες, κάθετες γωνίες, στάθμη κλπ., οι διάφοροι τύποι πριονιών. Άλλα εργαλεία σε κοινή χρήση στην ξυλουργική είναι τα σφυριά, οι τανάλιες, τα σκαρπέλα, τα ροκάνια, τα σκεπάρνια, το τρυπάνι κλπ. Όταν είναι ανάγκη να επιταχυνθεί ο ρυθμός της παραγωγής ή όταν η επεξεργασία με τα χέρια απαιτεί πολύ χρόνο και μεγάλη δαπάνη, τότε εφαρμόζεται η κατά σειρά επεξεργασία με τη χρήση ειδικών μηχανών. Οι πιο απλές και πιο διαδεδομένες μηχανές είναι: οι πριονοκορδέλες και τα δισκοπρίονα, που χρησιμοποιούνται σε όλον τον κόσμο, η πλανίστρα ή ροκανίστρα, που αποτελείται από μια πλατιά οριζόντια, χυτοσιδηρή τράπεζα, πάνω στην οποία κινείται το κομμάτι που πρόκειται να πλανιστεί. Η μηχανή αυτή φέρει μικρό άνοιγμα, μέσα από το οποίο εξέχουν λίγο οι κόψεις των μαχαιριών, που γυρίζοντας με μεγάλη ταχύτητα, πλανίζουν τις επιφάνειες των ξ. Άλλες μηχανές χρησιμεύουν για να ανοίγουν τα κατάλληλα ανοίγματα για το σφήνωμα και τη συναρμολόγηση, ενώ υπάρχουν παράλληλα ο τόρνος, η μηχανή φρεζαρίσματος, η μηχανή στιλβώματος με δίσκο κ.ά. Τέχνη. Το ξ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην τέχνη ήδη από την προκλασική αρχαιότητα, για την κατασκευή επίπλων, σαρκοφάγων, διαφόρων εργαλείων και πολύχρωμων γλυπτών. Πολύ λίγα από αυτά έχουν διασωθεί αν εξαιρέσουμε έπιπλα και αιγυπτιακές σαρκοφάγους και ακόμα σαρκοφάγους και κασέλες για προικιά, του 3ου-4ου αι. της νότιας Ρωσίας. Γνωρίζουμε όμως ότι τα ξύλινα αγάλματα ήταν πολύ κοινά στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα για λατρευτικούς σκοπούς. Η χρησιμοποίηση του ξ. συνεχίζεται στη ρωμαϊκή τέχνη και έχουμε ως μαρτυρία την «κούκλα» του Τίβολι και το άγαλμα από έβενο του Μουσείου Μπάρντο στην Τυνησία. Από τις αρχές τού Μεσαίωνα το ξ. χρησιμοποιήθηκε πολύ στη διακοσμητική και ως κατασκευαστικό στοιχείο σε συνδυασμό με την τοιχοποιία στην αρχιτεκτονική: από τις χριστιανικές βασιλικές ως τις οροφές με φατνώματα των μεγάρων της Αναγέννησης. Αλλά ως ευγενές καλλιτεχνικό υλικό το ξ. θα καταξιωθεί στα αγάλματα του Μεσαίωνα, με κοινότερα θέματα την Παναγία, σκηνές της Αποκαθήλωσης και σπανιότερα της Σταύρωσης. Περίφημη από τα έργα της περιόδου αυτής είναι στη Γερμανία η Παναγία του θησαυρού, του 11ου αι. Βλ. λ. ξυλογλυπτική. Αφρικάνικο προσωπείο των Μπακούμπα (Ρώμη, Μουσείο Πιγκορίνι). Κεφάλι του Τουταγχαμών σε ζωγραφισμένο ξύλο, αιγυπτιακή τέχνη του Μέσου Βασίλειου (Κάιρο, Αιγυπτιακό Μουσείο). Τμήμα πολυτελούς σκευοφυλάκιου του 16ου αι. (Βερόνα, Ιταλία, Σάντα Μαρία ιν Οργκάνο). Το ξύλο είναι ένα υλικό μεγάλης σημασίας για τον άνθρωπο. Στις φωτογραφίες, μερικοί τύποι ξυλείας από τους πιο χρησιμοποιούμενους και (σε παρένθεση) οι περιοχές διάδοσής τους: 1) φτελιά ή καραγάτσι (Ευρώπη, Δ. Ασία, Β. Αμερική)? 2) έλατο (κεντρική και Ν. Ευρώπη, Ν. Ασία, Β. Αμερική, ΒΔ. Αφρική)? 3) και 4) βαλανιδιά (Ν. Ευρώπη, Β. Αφρική, Β. Αμερική)? 5) ρίζα καρυδιάς (Εγγύς Ανατολή, εύκρατες περιοχές της Ευρώπης)? 6) μελιός ή φράξινος (Ευρώπη, Ασία, ΒΔ. Αφρική)? 7) μαόνι (κεντρική Αμερική, δυτική Ινδία, Αφρική)? 8) ψευδοτσούγα (Β. Αμερική)? 9) και 10) παλίσσανδρο (Ν. Αμερική)? 11) κερασιά (Ευρώπη, Ασία)? 12) οξυά (Ευρώπη, Δ. Ασία)? 13) λάρικας (Ευρώπη, Ασία)? 14) σφένδαμνος (Ευρώπη, Ασία, Β. Αμερική)? 15) αχλαδιά (Ευρώπη, Ασία, Β. Αμερική)? 16) καρυδιά (εγγύς Ανατολή, εύκρατες περιοχές της Ευρώπης)? 17) τηκ αφρικανικό (τροπική Αφρική)? 18) πτερόκαρπος (νησιά Ανταμάν, Βιρμανία)? 19) έλατο (πιτς-πάιν) (Β. Αμερική)? 20) τηκ της Ταϊλάνδης (τροπική Ασία). παλίσσανδρο (Ν. Αμερική)? κερασιά (Ευρώπη, Ασία)? οξυά (Ευρώπη, Δ. Ασία)? λάρικας (Ευρώπη, Ασία)? αχλαδιά (Ευρώπη, Ασία, Β. Αμερική)? καρυδιά (εγγύς Ανατολή, εύκρατες περιοχές της Ευρώπης)? έλατο (πιτς-πάιν) (Β. Αμερική)? έλατο (κεντρική και Ν. Ευρώπη, Ν. Ασία, Β. Αμερική, ΒΔ. Αφρική)? τηκ της Ταϊλάνδης (τροπική Ασία). βαλανιδιά (Ν. Ευρώπη, Β. Αφρική, Β. Αμερική)? ρίζα καρυδιάς (Εγγύς Ανατολή, εύκρατες περιοχές της Ευρώπης)? μελιός ή φράξινος (Ευρώπη, Ασία, ΒΔ. Αφρική)? μαόνι (κεντρική Αμερική, δυτική Ινδία, Αφρική)? ψευδοτσούγα (Β. Αμερική)? παλίσσανδρο (Ν. Αμερική)? φτελιά ή καραγάτσι (Ευρώπη, Δ. Ασία, Β. Αμερική)? πτερόκαρπος (νησιά Ανταμάν, Βιρμανία)? σφένδαμνος (Ευρώπη, Ασία, Β. Αμερική)? τηκ αφρικανικό (τροπική Αφρική)? βαλανιδιά (Ν. Ευρώπη, Β. Αφρική, Β. Αμερική)? Όταν κοπούν τα δέντρα, οι κορμοί ξεκλαδίζονται, ξεφλουδίζονται και μεταφέρονται με διάφορα συστήματα (π.χ. με τους ποταμούς, όπως στη φωτογραφία πάνω) στα πριονιστήρια. Με μηχανικά πριόνια (φωτογραφία δεξιά) οι κορμοί μετατρέπονται σε δοκάρια, σανίδες κ.ά. Κατευθείαν χρησιμοποιούνται οι κορμοί από τις βιομηχανίες χαρτιού, κομμάτια κορμών μεταφέρονται σε ειδικά μηχανήματα, όπου θα τριφτούν για να μετατραπούν σε χαρτόμαζα. Βιομηχανία παραγωγής κόντρα-πλακέ. Η μεταφορά ξυλείας διευκολύνεται πολύ από την ύπαρξη υδάτινων ρευμάτων με σταθερή ροή προς ορισμένη κατεύθυνση. Στη φωτογραφία, ξυλεία στη φιλανδική λίμνη Σαϊμάα, οδηγείται από το ρεύμα του νερού στις βιομηχανικές περιοχές της Ν. Φιλανδίας. Μικροφωτογραφίες με φθορισμό βλαστών πεύκου (πάνω) και έλατου (κάτω), στις οποίες διακρίνονται καθαρά τα στοιχεία που συνθέτουν το φυτικό ιστό. Επεξεργασμένη ξυλεία, έτοιμη προς χρήση σε διάφορες κατασκευές (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (ΑΜ ξύλον, Α αττ. τ. σύλον)
1. συμπαγής σκληρή ινώδης κυτταρική ουσία που αποτελεί κατά κύριο λόγο τον κορμό, τους κλάδους και τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και, γενικότερα, τών λεγόμενων ξυλωδών φυτών
2. τεμάχιο κορμού ή κλαδί δένδρου κομμένο και έτοιμο για κατεργασία ή καύση («ξύλα ναυπηγήσιμα... κατέκαυσαν» Θουκ.)
3. ρόπαλο, ραβδί («διώξε με μάννα, διώξε με, με ξύλα, με λιθάρια», Πολίτ.)
4. δοκός, πάσσαλος
5. πλοίο, καράβι (α. «και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα», Κάλβ.
β. «ποῡ δ' ἔστιν Ἀργοῡς ἱερὸν αὔδασον ξύλον», Αισχύλ.)
6. μτφ. για πρόσ. βλάκας, ηλίθιος, ξυλοκέφαλος («λίθοι δὲ καὶ ξύλα οἱ ἄφρονες», Κλήμ. Αλ.)
7. φρ. «ξύλο(ν) ζωής» — το δένδρο τής ζωής, το οποίο θεωρείται ως πηγή αθανασίας
νεοελλ.
1. ο δαρμός, το ξυλοκόπημα
2. στον πληθ. τα ξύλα
α) καύσιμη ύλη, καυσόξυλα
β) τα κέρατα τών κερασφόρων ζώων
3. φρ. α) «απολιθωμένο» ξύλο»
(παλαιοντ.) απολίθωμα που έχει δημιουργηθεί με την αντικατάσταση τών φυσικών ινών τού ξύλου από ανόργανα συστατικά, κυρίως από διοξείδιο τού πυριτίου
β) «δίνω ξύλο» — δέρνω
γ) «σαπίζω στο ξύλο» ή «μαυρίζω στο ξύλο» ή «σπάω στο ξύλο» — δέρνω αλύπητα, ξυλοφορτώνω
δ) «τρώ(γ)ω ξύλο» — δέρνομαι
ε) «πέφτει ξύλο» — γίνεται ξυλοδαρμός, γίνεται ξυλοκόπημα
στ) «ξύλο αντικόλλητό» — κοντραπλακέ
ζ) «τίμιο ξύλο» — μικρό κομμάτι από τον σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός, το οποίο θεωρείται ως φυλακτό
3. παροιμ. α) «άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο» — ο αμόρφωτος άνθρωπος δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις ικανότητές του
β) «το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο» — με τον δαρμό σωφρονίζονται οι άτακτοι
μσν.
ξύλινο σήμαντρο που τό χτυπούσαν ρυθμικά για να συναθροίζονται οι πιστοί και οι μοναχοί στην εκκλησία
μσν.-αρχ.
1. ο σταυρός («σήμερον κρεμᾱται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας», Ακολουθ. Μ. Πέμπτης)
2. μέτρο επιφάνειας το οποίο ισοδυναμούσε με 3 ή 2 2/3 πήχεις
αρχ.
1. όργανο βασανισμού, ξύλινος κλοιός μέσα στον οποίο δέσμευαν τον αυχένα τών δούλων
2. ξύλινα ποδόδεσμα, η ποδοκάκκη ή ποδοστράβη, στην οποία δέσμευαν τα πόδια τών φυλακισμένων («ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον», ΚΔ)
3. αγχόνη («τὸν βασιλέα τῆς Γαὶ ἐκρέμασεν ἐπι ξύλον διδύμου», ΠΔ)
4. τραπέζι αργυραμοιβού για τις οικονομικές συναλλαγές
5. το θρανίο τού Ιπποκράτους
6. ο δούρειος ίππος («ἵπποιο κακὸν ξύλον», Ανθ. Παλ.)
7. το δένδρο («δασὺ [ὄρος] πολλοῑς καὶ παντοδαποῑς καὶ μεγάλοις ξύλοις», Ξεν.)
8. μτφ. για πρόσ. ισχυρογνώμων, άκαμπτος, σκληρός
9. στον πληθ. τόπος αγοράς ξύλων («ἐπὶ ξύλα ἰέναι», Αριστοφ.)
10. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» — όργανο βασανισμού το οποίο είχε οπές για δέσμευση τού τραχήλου, τών χεριών και τών ποδιών
β) «πρῶτον ξύλον» — η πρώτη σειρά τών καθισμάτων τού θεάτρου στην Αθήνα, όπου κάθονταν οι πρυτάνεις
γ) «οὑπὶ ξύλων» — υπάλληλος που είχε την επιμέλεια τών καθισμάτων τού θεάτρου
δ) (στην ΚΔ) i) «ὑγρὸν ξύλον» — ο Χριστός
ii) «ξηρὸν ξύλον» — οι Ιουδαίοι
11. παροιμ. «ἐξ ἀξίου τοῡ ξύλου κἄν ἀπάγξασθαι» — αν είναι ανάγκη να απαγχονιστεί κάποιος, τουλάχιστον ας απαγχονιστεί από αξιόλογο δένδρο, δηλ. από αξιόλογο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξύλον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ksulo- και συνδέεται με ρωσ. šulo «πάσσαλος», αρχ. άνω γερμ. sūl «πάσσαλος, κολόνα» κ.ά. Η σύνδεση της λ. με το ρ. ξύω θεωρείται παρετυμολογική. Ο πληθ. της λ. ξύλεα έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το δένδρεα, ενώ ο μτγν. αττ. τ. σύλον εμφανίζει μια εναλλαγή -ξ- και -σ-αντίστοιχη με εκείνην τών ξύν / σύν (βλ. λ. συν). Η λ. ξύλον με τη μορφή ξύλ(ο)- εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολύ μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής.Παρ. και συνθ. τού ξύλο(ν)
ΠΑΡ. ξυλάριο(ν), ξυλεύω, ξυλίζω, ξυλικός, ξύλινος, ξυλίτης, ξυλώδης, ξυλών(ας)
αρχ.
ξυλεύς, ξυληρός, ξύλιον, ξυλώ
μσν.
ξυλάφιον
νεοελλ.
ξυλάκι, ξυλαράκι, ξυλάρας, ξυλαράς, ξυλάς, ξυλένιος, ξυλιά, ξυλιάζω, ξυλίκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξυλέμπορος, ξυλογραφώ, ξυλοειδής, ξυλόκολλα, ξυλοκόπος, ξυλοπαγής, ξυλοπόδης, ξυλοσοφία, ξυλοσχίστης, ξυλοτόμος, ξυλοτρόφος, ξυλουργός, ξυλοφάγος
αρχ.
ξυλάνηθον, ξυληβόρος, ξυληγός, ξυλογλύφος, ξυλοθήκη, ξυλοκάρυον, ξυλοκατασκεύαστος, ξυλολεπής, ξυλολογεία, ξυλολογώ, ξυλολυχνούχος, ξυλόλωτος, ξυλομέτρης, ξυλομιγής, ξυλομυρσίνη, ξυλοναΐσκιον, ξυλόξεσις, ξυλοπάκτων, ξυλοπέταλον, ξυλοποιός, ξυλοπριστικός, ξυλοπύλιον, ξυλοπύριος, ξυλοπώλης, ξυλοσπόγγιον, ξυλοτρώκτης, ξυλοφανής, ξυλοφθόρος, ξυλοφόρος, ξυλοφορτηγός, ξυλόφρακτος, ξυλόφυτον, ξυλώροφον αρχ.-μσν. ξυλάδιον, ξυλομάκερ, ξυλόμοχλον, ξυλοπέδη, ξυλοστεγής, ξυλοχάρτια
μσν.
ξυλεργάτης, ξυλοβάμων, ξυλόθεος, ξυλοκεραία, ξυλοκλασίαι, ξυλοκονταρίζω, ξυλοκράμβη, ξυλολάτρης, ξυλολόφιον, ξυλοπάνδουρον, ξυλοπομπός, ξυλοποτήριον, ξυλοπρατικός, ξυλόπυργος, ξυλόσκαμνον, ξυλοσοφώ, ξυλόστομος, ξυλουργής
μσν.- νεοελλ.
ξυλόγλυπτος, ξυλόκαστρον, ξυλόκερκος, ξυλόσφυρο(ν)
νεοελλ.
ξυλάγγουρο, ξυλάγκαθο, ξυλαέριο, ξυλάλευρο, ξυλάνθρακας, ξυλαποθήκη, ξυλάρμενος, ξυλαρμογή, ξυλέλαιο, ξυλόδιδα, ξυλοδιομηχανία, ξυλογαϊδάρα, ξυλόγατα, ξυλογλυπτική, ξυλογνωσία, ξυλογράφος, ξυλόδεμα, ξυλόδεσμος, ξυλοδέτης, ξυλόδρομος, ξυλοθραύστης, ξυλοκαΐνη, ξυλοκάρδουνο, ξυλοκάρφι, ξυλοκέφαλος, ξυλοκοπανίζω, ξυλόκοτα, ξυλοκρέδατο, ξυλόλιθος, ξυλομετρία, ξύλοξος, ξυλοπάλιος, ξυλοπάπουτσο, ξυλοπέδιλο, ξυλοπερήφανος, ξυλοπετεινός, ξυλοπινάκα, ξυλόπισσα, ξυλόπνευμα, ξυλοπόδαρος, ξυλοποίηση, ξυλοποικιλτική, ξυλόπορτα, ξυλοπυρίτιδα, ξυλόρνιθα, ξυλοσάκχαρο, ξυλοσκέπαστος, ξυλοσκεπή, ξυλοσουπιά, ξυλόσοφος, ξυλόσπιτο, ξυλοστάτης, ξυλόστρωση, ξυλόστρωτος, ξυλόσφυρα, ξυλότοιχος, ξυλοτρύπανο, ξυλοφορτώνω, ξυλόφωνο, ξυλοχάλαση, ξυλοχέρης, ξυλόχορτο, ξυλοχρωστικός, ξυλόψειρα. (Β' συνθετικό) αρχ. διάξυλον, επίξυλον, ερεόξυλον, εριόξυλον, χρυσόξυλον
νεοελλ.
αιματόξυλο, αμυγδαλόξυλο, δρυόξυλο, εβενόξυλο, ελατόξυλο, ερυθρόξυλο, καυσόξυλο, κεδρόξυλο, κυπαρισσόξυλο, μονόξυλο, ροδόξυλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξύλο — το 1. το μέρος του δέντρου κάτω από τη φλούδα του. 2. κομμάτι από κομμένο δέντρο. 3. κούτσουρο, ύλη για κάψιμο. 4. μτφ., ξυλοκόπημα, δαρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελίνης, ξύλο — Σκληρό και ελαστικό κόκκινο ξύλο του δέντρου που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανδίρα η ανάκανθος, το οποίο φυτρώνει στη Νότια Αμερική. Το ξύλο αυτό είναι πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία …   Dictionary of Greek

  • αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… …   Dictionary of Greek

  • ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω …   Dictionary of Greek

  • παλίσσανδρο — Ξύλο από εξωτικά φυτά, πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία. Το γνωστότερο είναι το π. της Βραζιλίας, ξύλο, βαρύ, σκληρό σε διάφορα χρώματα, κυρίως σοκολατόχρωμο, γκρίζο, ακόμα και μαυροκόκκινο, και το π. της Ονδούρας, που αν και έχει πολύ χοντρές ίνες …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”